περιηγητικός

περιηγητικός
-ή, -ό / -ός, -ή, -όν, ΝΜΑ [περιηγητής]
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε περιήγηση ή περιηγήσεις, τουριστικός («περιηγητικές εντυπώσεις»)
μσν.-αρχ.
ο περιγραφικός («βιβλία περιηγητικά» — βιβλία που χρησιμεύουν ως οδηγοί στους περιηγητές, σαν να έχουν γραφεί από ξεναγό, Πλούτ.)
αρχ.
αυτός που μεταδίδεται με την προφορική παράδοση («ἡ κοινὴ καὶ περιηγητικὴ δόξα», Πλούτ.).
επίρρ...
περιηγητικῶς Μ
με τη μέθοδο τού περιηγητή, τού ξεναγού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιηγητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον περιηγητή ή την περιήγηση: Περιηγητικές εντυπώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιηγητικῶν — περιηγητικός of fem gen pl περιηγητικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητικόν — περιηγητικός of masc acc sg περιηγητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητικῆς — περιηγητικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητικήν — περιηγητικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητικῶς — περιηγητικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητικῷ — περιηγητικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”